Κι αν τα πράγματα δεν είχαν γίνει όπως έγιναν; Η ερώτηση ίσως φαίνεται ηλίθια, αλλά από κάτι τέτοιες ερωτήσεις ξεκίνησε και η Θεωρία της Σχετικότητας. Άραγε τι θα δούμε αν ανοίξουμε κάποιες πόρτες πίσω από τις οποίες κρύβονται εναλλακτικές επιλογές και εκβάσεις ιστορικών γεγονότων;
Τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 1974 τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Κύπρο με τη δικαιολογία της προστασίας των Τουρκοκυπρίων από τον κίνδυνο που διέτρεχαν εξαιτίας του πραξικοπήματος το οποίο είχε ανατρέψει τον πρόεδρο Μακάριο, πέντε μέρες πριν. Το πραξικόπημα είχε οργανωθεί από τη χούντα της Αθήνας που, με ηγετική μορφή τον ραδιούργο ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, επιχειρούσε να ανατρέψει το στάτους κβο, με τελικό σκοπό την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το πραξικόπημα έφερε αντιμέτωπους μακαριακούς και πραξικοπηματίες. Μέσα στην «αναμπουμπούλα» πραγματοποιήθηκε η τουρκική εισβολή με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα: Αττίλας Ι και ΙΙ, τουρκική κατοχή του 40% της Κύπρου, προσφυγιά για 200.000 Ελληνοκύπριους και ανυπολόγιστες καταστροφές.
Σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, η τουρκική εισβολή θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποτύχει. Οι Τούρκοι διέπραξαν τέτοια σφάλματα τακτικής και ελιγμών που θα μπορούσαν πολύ εύκολα να είχαν εξουδετερωθεί είτε πριν την απόβαση, είτε αργότερα, όταν προσπαθούσαν να δημιουργήσουν προγεφυρώματα στο κυπριακό έδαφος. Σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις, το αποβατικό τους σχέδιο ήταν άτολμο. Ακόμα περισσότερο, το τουρκικό ναυτικό ανεξαρτήτως της πρόθεσης της ηγεσίας τους, απέτυχε στην πραγματοποίηση της απόβασης σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασπορά. Επί αρκετή ώρα, οι επικοινωνίες μεταξύ θαλασσίων και επίγειων δυνάμεων είχαν διακοπεί και η Άγκυρα δεν μπορούσε να πληροφορηθεί τι ακριβώς συνέβαινε!
Το οργανωτικό χάος των επιχειρήσεων καταδεικνύεται επίσης από την απίστευτη γκάφα των Τούρκων οι οποίοι βύθισαν το αντιτορπιλικό τους Kocadepe στις 21 Ιουλίου έξω από την Πάφο, παρεξηγώντας το για ελληνικό!
Οι πληροφορίες περί συγκέντρωσης αποβατικών δυνάμεων στην Τουρκία, απέναντι από την Κύπρο υπήρχαν και ήταν γνωστές από πριν. Αν οι Ελληνοκύπριοι επιστρατεύονταν κανονικά στις 19 και 20 Ιουλίου θα μπορούσαν να επανδρώσουν πολλές θέσεις μάχης αφού οι αποστάσεις στην Κύπρο είναι μικρές. Τα πράγματα θα ήταν ακόμα ευνοϊκότερα αν υπήρχαν πρόσθετες ενισχύσεις από την Ελλάδα. Βέβαια η ελληνική μεραρχία είχε ήδη αποσυρθεί από το Δεκέμβριο του 1967 –ενώ στην Αθήνα επικρατούσε χάος, μηχανορραφίες, ασυνεννοησία και ιδεοληψία. Τα υποβρύχια που εστάλησαν (πολύ καθυστερημένα) ανακλήθηκαν (και μάλλον θα παρεμποδίζονταν από τους Αγγλοαμερικανούς). Η επιχείρηση αεροπορικής ενίσχυσης κρίθηκε αναποτελεσματική (επειδή η τουρκική πολεμική αεροπορία είχε ήδη αποκτήσει υπεροχή). Το μόνο που έγινε ήταν η αποστολή μοίρας καταδρομέων με μεταγωγικά αεροσκάφη από την Κρήτη. Η μοίρα έφτασε στη Λευκωσία αλλά, κατά τραγικό τρόπο, ένα από τα αεροσκάφη καταρρίφθηκε από κυπριακά πυρά κατά λάθος… Το αποτέλεσμα: 31 νεκροί καταδρομείς.
Αν όμως η Ελλάδα είχε αποφασίσει να υπερασπιστεί την Κύπρο, γνωρίζοντας ότι επίκειτο τουρκική εισβολή; Αν τα ελληνικά υποβρύχια είχαν σαλπάρει εγκαίρως και βρίσκονταν στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή; Αυτό το ενδεχόμενο δεν ήταν καθόλου εξωπραγματικό (βλ. «Βυθίσατε τον Αποβατικό Στόλο!» άρθρο του Ιωάννη Θεοδωράτου, Στρατοί & Τακτικές, Ιουλ-Αυγ. 2011).
Η χούντα της Αθήνας είχε αποφασίσει το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου στο πλαίσιο της ιδεοληπτικής εμμονής της για Ένωση των δυο χωρών, αλλά και στο πλαίσιο της γνωστής μεθόδου να στρέφεται η προσοχή του κοινού σε κάποια «εξωτερική εμπλοκή» όταν υπάρχουν φλέγοντα εσωτερικά προβλήματα. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 είχε πλήξει σοβαρά την ελληνική οικονομία, ενώ η κοινωνία έβραζε μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου μερικούς μήνες πριν. Μια «εξωτερική επιτυχία» θα συσπείρωνε το λαό και θα έδινε περιθώρια χρόνου.
Έτσι, η χούντα της Αθήνας είχε καταστρώσει σχέδια δράσης τα οποία στις 16 Ιουλίου 1974 τέθηκαν αμέσως όταν επιβεβαιώθηκε ότι τουρκικές δυνάμεις και υλικό συγκεντρώνονταν στα νότια παράλια και τους λιμένες της Τουρκίας. Με κατεπείγον σήμα ο Αρχηγός Ναυτικού διέταξε τρία από τα τέσσερα νεότευκτα υποβρύχια Type 209, τα «Γλαύκος», «Νηρέας» και «Τρίτων» να αποπλεύσουν και να κατευθυνθούν προς τη βόρεια Κύπρο. Στις 17 Ιουλίου τα τρία υποβρύχια περιπολούσαν στην περιοχή. Τα υποβρύχια μπορούσαν να καταδυθούν σε μεγάλα βάθη παραμένοντας αθέατα. Το ακουστικό τους ίχνος δεν μπορούσε να επισημανθεί από τα τεχνικά μέσα των τουρκικών πλοίων.
Τα 3 υποβρύχια είχαν εντολές μείνουν αθέατα και να πλήξουν τον αποβατικό στόλο όταν αυτός έφτανε σε απόσταση 6 ναυτικών μιλίων από τις ακτές της Κύπρου. Πράγματι, η τουρκική αποβατική δύναμη απέπλευσε από τη Μερσίνα στις 13:00 της 19ης Ιουλίου. Στις 4 πμ της 20ης Ιουλίου πλησίαζε στην Κυρήνεια. Τα υποβρύχια έλαβαν θέση, αθέατα και ανεντόπιστα από τους Τούρκους που πίστευαν ότι η απόβαση θα ήταν μια απλή βόλτα. Το τι επακολούθησε περιγράφει γλαφυρά στο άρθρο του ο Ιωάννης Θεοδωράτος.
«Πρώτο έβαλε το ‘Γλαύκος’. Στόχος ήταν το Adatepe D-353, ένα από τα συνοδά πλοία το οποίο επλήγη με δυο τορπίλες μπροστά στην πλώρη και στη μέση. Η έκρηξη ήταν συγκλονιστική καθώς κομμάτια φλεγόμενου μετάλλου εκτοξεύθηκαν προς όλες τις πλευρές. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φώτιζαν το ματωμένο πρωινό της 20ης Ιουλίου, καθώς διαπλεκόταν με το φως των πυρκαγιών και τη λάμψη των εκρήξεων. Πριν ακόμα ο στόλος συνέλθει από την έκπληξη, άλλες δυο δίδυμες διαδοχικές εκρήξεις σημειώθηκαν στα αντιτορπιλικά Kocatepe D-354 και Tinaztepe D-355 που γέμισαν καπνούς και φλόγες. Ήταν η σειρά του ‘Νηρεύς’ και του ‘Τρίτων’ να γευτούν τη χαρά της επιτυχίας.
»Οι τορπίλες SST-4 είχαν καταπληκτικά αποτελέσματα. Τα πλοία έμοιαζαν με ξεκοιλιασμένα θαλάσσια κήτη. Παντού επικρατούσε πανικός, καθώς άντρες πήδαγαν στη θάλασσα μέσα στις φλόγες ενώ άλλοι προσπαθούσαν να πιαστούν από ό,τι επέπλεε. Ο ναυτικός διοικητής δεν πίστευε στα μάτια του καθώς οι υπηρεσίες πληροφοριών του είχαν δώσει διαφορετική εικόνα περί ενδεχόμενης ελληνικής αντίδρασης. Ο στόλος ήταν καταδικασμένος και οι κυβερνήτες των πλοίων περίμεναν τη σειρά τους. Ήταν αδύνατο να εντοπίσουν τα υποβρύχια, τα οποία εντός ολίγων λεπτών εξαπέλυσαν το δεύτερο κύμα τορπιλών. Τα εναπομείναντα δυο αντιτορπιλικά είχαν αρχίσει να εκτελούν ελιγμούς διαφυγής όταν ένα από αυτά συγκρούστηκε με ένα LCU το οποίο βύθισε αύτανδρο. Το δεύτερο ανέκρουσε πρύμνα προς την Τουρκία αλλά δεν κατάφερε να χαρεί την ευκαιρία διαφυγής καθώς μια τορπίλη το βρήκε στην πρύμνη αχρηστεύοντας το πηδάλιο. Η χαριστική βολή επήλθε μετά από δέκα λεπτά. Στο μεταξύ ο ‘Γλαύκος’ δάγκωσε με τρεις τορπίλες το [αρματαγωγό] Ertogrul που τυλίχθηκε στις φλόγες και ανατινάχθηκε μέσα σε μια απόκοσμη πρωινή λάμψη. ‘Ζήτω το Έθνος!’, ‘Ζήτω το Πολεμικό Ναυτικό’ φώναζαν μαζί κυβερνήτες και πλήρωμα. Μέσα στην επόμενη μισή ώρα όλα τα αποβατικά πρόσθεσαν τις μεταλλικές τους λαμαρίνες στο βυθό της Κυρήνειας».
Η τουρκική εισβολή είχε αποτραπεί. Στην Άγκυρα επικρατούσε σύγχυση. Ταυτόχρονα η κυπριακή άμυνα ενισχύθηκε με μοίρες μαχητικών F-84 που κατέφθασαν από το Καστέλι της Κρήτης καθώς επίσης και με αερομεταφερόμενες μοίρες καταδρομέων. Στην Ελλάδα κηρύχθηκε γενική επιστράτευση ενώ οι ακριτικές μονάδες τέθηκαν σε επιφυλακή για πιθανό τουρκικό αντιπερισπασμό. Όμως, όπως έγινε αργότερα γνωστό, κάτι τέτοιο δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί. Η Ουάσινγκτον παρενέβη στέλνοντας ένα σύντομο τηλεγράφημα στην Άγκυρα «Διακόψατε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση κατά της Κύπρου και αποφύγατε οποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή με την Ελλάδα».
Το φιάσκο για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ήταν ασύλληπτο. Η ναυτική εκατόμβη ήταν συγκρίσιμη με εκείνη της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου ή του Ακτίου. Δεκάδες πλοία είχαν χαθεί και χιλιάδες άντρες είχαν πνιγεί ή σκοτωθεί. Στην Αθήνα η χούντα του Ιωαννίδη έγινε ξαφνικά απίστευτα δημοφιλής. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας και άλλων ελληνικών πόλεων ανεμίζοντας σημαίες και διαδηλώνοντας υπέρ του καθεστώτος για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια δικτατορίας!
Το Κυπριακό είχε τεθεί σε νέα πορεία. Για πρώτη φορά η Αθήνα και η Λευκωσία βρίσκονταν σε θέση ισχύος. Η Τουρκία όχι μόνο είχε ταπεινωθεί, αλλά είχε και το άδικο με το μέρος της, έχοντας επιχειρήσει να καταλάβει μέρος κυρίαρχου κράτους του ΟΗΕ. Η ΝΑ Μεσόγειος ήταν σε αναβρασμό όλο το καλοκαίρι του 1974. Στο πλαίσιο αυτό, το δικτατορικό καθεστώς της Λευκωσίας με το Νίκου Σαμψών προέβη σε γενικότερες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκοκυπρίων.
Το Σεπτέμβριο, στρατιωτικό πραξικόπημα εξερράγη στην Άγκυρα με επικεφαλής τον στρατηγό Κενάν Εβρέν. Ο πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετσεβίτ, αρχιτέκτονας του Αττίλα, της ταπεινωτικότερης συντριβής της νεότερης τουρκικής ιστορίας, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε μετά από συνοπτική δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Το ίδιο και πολλά μέλη του τουρκικού Γενικού Επιτελείου.
Ο στρατιωτικός θρίαμβος έδωσε νέα πνοή στη χούντα των Αθηνών. Οποιοδήποτε αίτημα για φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος και αφαίρεση του «γύψου» που είχε επιβληθεί πριν από επτά χρόνια, έπεφτε στο κενό. Η θέση του Ιωαννίδη ισχυροποιήθηκε.
Το καθεστώς της Αθήνας θα διατηρείτο μερικά ακόμα χρόνια στην εξουσία –το ίδιο και ο πολιτικός και κοινωνικός «γύψος». Όμως το 1979, με την δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, τα οικονομικά προβλήματα ήρθαν ακόμα πιεστικότερα στην επιφάνεια. Εξαιτίας της άφρονος οικονομικής πολιτικής της χούντας του Ιωαννίδη –και επειδή τα σοβαρά προβλήματα αποσιωπούνταν ή αποκρύπτονταν χάρη στην προπαγάνδα και τη λογοκρισία- η Ελλάδα έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Οι ανίκανοι ιθύνοντες της οικονομίας προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα με άκρατο εξωτερικό δανεισμό, αλλά αυτό γύρισε μπούμερανγκ, εξαιτίας των αλλεπάλληλων υποτιμήσεων της δραχμής. Το 1980 η κατάσταση είχε γίνει απελπιστική και οι διαδηλώσεις και οι ταραχές βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Στα καύσιμα και σε διάφορα βασικά είδη επιβλήθηκε δελτίο.
Ο Ιωαννίδης και η κλίκα του, πλήρως αποκομμένοι από την πραγματικότητα, αποφάσισαν να εφαρμόσουν ξανά τη δοκιμασμένη συνταγή της «εξωτερικής περιπέτειας» με κάποια αφορμή στο Αιγαίο που θα έδινε αφορμή για μια ακόμα στρατιωτική κατατρόπωση της Τουρκίας. Όμως οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Οι Αμερικανοί δεν ήταν διατεθειμένοι να επιτρέψουν ανοιχτή στρατιωτική σύρραξη μεταξύ δυο μελών του ΝΑΤΟ και μάλιστα στην ευαίσθητη νοτιοανατολική πτέρυγα της Συμμαχίας.
Στο πλαίσιο των μηχανορραφιών και των υπόγειων μεθοδεύσεων, μια υποστηριζόμενη από τους Αμερικανούς ομάδα αξιωματικών ανέτρεψε τον Ιωαννίδη στις 12 Μαΐου 1981. Η ομάδα διατήρησε ως πρόεδρο της «Δημοκρατίας» τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, αλλά εκπόνησε σχέδιο πολιτικής εξομάλυνσης. Μια παρόμοια κίνηση στην Κύπρο "εκθρόνισε" τον Σαμψών.
Για δεύτερη φορά ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης ανέλαβε το δύσκολο αυτό έργο αλλά, σε αντίθεση με το φθινόπωρο του 1973, το χρονοδιάγραμμα των εκλογών τηρήθηκε και οι τελευταίες έγιναν το Δεκέμβριο του 1981. Πρωθυπουργός εξελέγη ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Αργότερα επετράπη στους πολιτικούς ηγέτες να επιστρέψουν στη χώρα. Όμως το ΚΚΕ δεν νομιμοποιήθηκε, ενώ οτιδήποτε θεωρείτο έστω και κατά προσέγγιση «Αριστερά» τελούσε υπό διωγμό.
Η Ελλάδα είχε μπει κουτσά-στραβά στο δρόμο της πολιτικής εξομάλυνσης με αρκετά χρόνια καθυστέρηση. Η καθυστέρηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να «χάσει το τραίνο» της ΕΟΚ. Αντιθέτως, το είχαν προλάβει η Ισπανία και η Πορτογαλία. Η μικρή και καθυστερημένη Ελλάδα είχε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει μέχρι να γινόταν μέλος της «ευρωπαϊκής οικογένειας». Στο μεταξύ ο στρατός παρέμεινε στο παρασκήνιο, στο πλαίσιο του «παρατηρητή-ελεγκτή» των πολιτικών διεργασιών.
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η Ελλάδα παρέμεινε προβληματική χώρα –πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα της «χωλαίνουσας δημοκρατίας», διαγκωνιζόταν με χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Αλβανία για μια θέση υποψήφιου μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης…